"Spring, 196 A.D. [Centurion Decianus Varus:] Alea iacta est! Emperor Publius Helvius Pertinax has fallen victim to the assassin's blade. As I stand gazing out across the massed ranks of our Pannonian legions, Septimus Severus duly strives to consolidate his newly acquired control of the Empire. Pescennius Niger is slain, his forces expelled from Cyzicus, Nicaea and Issus, and yet Clodius Albinus has sailed from Britannia and is raising an army in Gaul in his own bid to seize the throne. Severus intends to engage that northern host at Lugdunum once his campaigns here in the east are concluded. Behold Byzantium! We now prepare to lay siege to this ancient and splendoured city. Strangely, the order has been given that the Byzantine library is to be searched thoroughly following our victory. Rumour has it that Severus's aged soothsayer Angsaar is searching for a collection of arcane scrolls said to be of the utmost importance, scrolls which are reputed to be hidden somewhere here in Byzantium. Something about that wizened old shaman unnerves me... there is something strangely unnatural about him, something... sinister. Feh! What are those scrolls supposed to be called again? Ah yes, The Chthonic Chronicles..."
Οι Bal Sagoth εμπνευσμένοι από τη γεγνωσμένη κλίση του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου προς την αστρολογία και τον μυστικισμό, καθώς εμφερόταν από την πνευματικότητα της αφρικανικής του πατρίδας, πλέκουν μία ιστορία με την πολιορκία του Βυζαντίου, (193-195 μ.Χ.) και την αναζήτηση αρχαίων παπύρων στις βιβλιοθήκες της αλωθείσας πόλης.
Η πόλη του Βυζαντίου είχε ταχθεί στο πλευρό του Πεσκένιου Νίγρου, ανταπαιτητή του θρόνου και μάλιστα αντιστάθηκε στις στρατιές του Σεβήρου ακόμα και μετά την ολοκληρωτική ήττα του Νίγρου στην Ισσό.
Η ελληνική αυτή πόλη είχε διαλέξει λάθος πλευρό στον εμφύλιο αυτό ρωμαικό πόλεμο (όπως και πολλές ελληνικές πόλεις σε παλαιότερους ρωμαικούς εμφυλίους - στον πόλεμο Πομπηίου και Καίσαρα οι ελληνικές πόλεις υποστήριξαν τον Πομπήιο, στον πόλεμο Οκταβιανού και Αντωνίου έναντι των Βρούτου και Κασσίου, υποστήριξαν τους δεύτερους και στον πόλεμο Αντωνίου και Οκταβιανού βρέθηκαν στο στρατόπεδο του Αντωνίου. Κοντολογίς, η πλειονότητα των ελληνικών πόλεων σε αυτούς τους εμφυλίους είχε ποντάρει στους χαμένους, και μετά, πλήρωνε την ατυχή επιλογή της).
Έτσι και το Βυζάντιο τιμωρήθηκε από τον Σεπτίμιο Σεβήρο με καταστροφή των φημισμένων τειχών του (ήταν, μαζί με της Μεσσήνης, της φωκικής Αμβρόσσου και της Ρόδου οι καλύτερες οχυρώσεις στην Ελλάδα, όπως σημειώνει ο Παυσανίας στο Δ.31.5) και των δημοσίων του κτηρίων, δηλαδή με την ακύρωση των στοιχείων που το καθιστούσαν πόλη. Οι δε Βυζάντιοι"αφαιρεθαίντες παρ'αυτού των πολιτικών δικαίων Περινθίοις προσετάχθησαν δουλεύειν", αφού
"Νίγρου προτιμήσαντες ελπίδα"
όπως τώρα σημείωνα στο 36 των Πατρίων του Ησυχίου Ιλλούστριου.
Ο Αφρικανός Αυτοκράτορας χρυσή προτομή στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κομοτηνής
Ο Αντώνιος Διογένης (4ος αι π.Χ) έγραψε μυθιστόρημα "Τα υπέρ Θούλης Άπιστα" για περιπλανήσεις στις Βόρειες Χώρες. Το έργο έχει χαθεί και διασώθηκε μόνο η περίληψή του, στη "Βιβλιοθήκη"του Πατριάρχη Φώτιου (9ος αι. μ.Χ.-΄αρα ως τότε το βιβλίο υπήρχε).
Το έργο διηγείται το ταξίδι του Δεινία ο οποίος "προς αναζήτηση της γνώσης" ξανοίγεται στις μυθώδεις χώρες, στα "όρια του μύθου και του απίστευτου".
Καθώς το διαβάζω από τον Φώτιο σημειώνω σκηνικά: "σκυθικός ωκεανός" "ο τάφος της Σειρήνας" "τον Παάπη τον τρισάθλιο που ζούσε με τον τύραννο" "επί Θούλην είναι πεπρωμένον ελθείν"
Γράφει δε και για την αρκτική χειμερινή νύχτα "πως είδε εκείνα που υποστηρίζουν και όσοι μελετούν την αστρονομική τέχνη, πως δηλαδή είναι δυνατόν σε εκείνουν που ζουν κάτω από την Άρκτο να διαρκεί η νύχτα και ένα μήνα ή λιγότερο και περισσότερο ακόμα-για ένα εξάμηνο ή και χρόνο. Και όχι μόνο τέτοια παράταση μπορεί να παίρνει η νύχτα, αλλά μπορεί το ίδιο να συμβαίνει και με την μέρα"
Αυτήν την ιστορία δε υποτείθεται ότι την ανακαλύπτουν γραμμένη σε "πλάκες από κυπαρίσσι" ο Ηφαιστίωνας με τον Παρμενίωνα και τον Μέγα Αλέξανδρο κατά την άλωση της Τύρου.