από τα Λόγια της Πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα.
"Όταν το πρωτάκουσα, ήμουν παιδί στα σπάργανα.
Και σαν έφτασα εικοσάχρονο παλικάρι, έλεγαν ακόμη
για κείνο, με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη.
Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι, που βρίσκεται
στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι, που ώρες
ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας·
ώρες χαμηλώνει και γίνεται κάστρο αγύριστο,
με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και
τ’ αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο!
Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από
πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ αγγόνι, πάντα μεγάλο,
θαυμαστό πάντα, σκληρό σα σίδερο, δυνατό
σα λέοντας, ψυχωμένο κι αθάνατο σα στοιχειό.
Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβησαν από τη θύμηση
των ανθρώπων τώρα. Εκείνοι που ονειρευτήκαν
να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη ή και
στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που πήγαν
γυρεύοντάς το, δε δευτέρωσαν το σκοπό τους.
Έχει, σου λένε, κατιτί πλάνο κι επίβουλο,
και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και
γλιστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος
και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που λύνεται
το σώμα με το πρώτο αντίκρισμα [...]
Ζει με τους αιώνες― ποιος ξέρει από πότε.
Να ιδείς των παλαβών τα κόκαλα πως
κρέμονται πολυέλαιοι απάνω του!
Και το βλέμμα του, κάπως δειλό, στυλώθηκε
απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη
στην αυλή· το μέτωπό του σούφρωσε και
κέρωσε, λες κι έβλεπε οχιά να προβάλλει
από κει..."
Μεζεδάκια Ντεγκρές
Πριν από 19 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου