Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

"Τα Βαλκάνια στις φλόγες"



(σαν σκηνικό από ανταπόκριση
για τον πόλεμο της Βοσνίας)




(ένας μπάρμπας έκαψε τα ξερόχορτα)

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

η εξάρτηση











...όπως προβλέπεται (επιλογή Black Sabbath κι έτσι)

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

και είναι πια το Τσάγεζι μακριά για να γυρίσεις


γεωγραφικές αναφορές που γουστάρω
στο τραγούδι "Φανοί" του Ν. Παπάζογλου
από το δίσκο "Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα"



Βράδυ και φουρτούνα στο Θερμαϊκό
Ο φάρος στο Ποσείδι αχνοφαίνεται,
το κύμα αφρισμένο πρωτοδεύτερα
και το μπουρίνι απάνω του να κρέμεται.

άραγε οι δικοί μου όταν πρωτόρθανε,
βλέπανε για ν' αρμενίζουνε τους ίδιους φανούς;
Χιλιοβασανισμένοι ναυαγοί της Ιστορίας,
ένα καΐκι πρόσφυγες σε νέους ουρανούς.

Ο κάβος της Επανωμής θέλει προσοχή,
η άμμος του σε περιμένει να κολλήσεις.

Της Πύδνας το λιμάνι δεν φυλάει
απ' τους καιρούς
και είναι πια το Τσάγεζι
μακριά για να γυρίσεις


φέρνω στο νου μου την εικόνα του,
το χώμα του Χαρμάν-κιοϊ με δάκρυα ποτισμένο,
να σειέται απ' τους λεβέντικους ασίκικους χορούς
κι από τα τραγούδια που τους έδιωχναν τον πόνο.

Δυο αναλαμπές η Τούζλα, τρεις ο Βεσπασιανός,
σου δείχνουν τα ρηχά, τους βλέπεις δίχως κόπο,
κι ο φάρος της Καμπούρας απ' αντίκρυ κόκκινος
μπαίνοντας στο νιτρικό της Σαλονίκης κόλπο.





της Πύδνας το λιμάνι με "καιρό"




ο θερμαϊκός και τα εν λόγω σημεία.



(από τη σκάλα της επανωμής)


Σάββατο 18 Απριλίου 2009

ποίηση Γρηγόρη Αναστασιάδη

Είναι κείμενα που έγραψε και απήγγειλλε
ο καθηγητής θεάτρου Γρ. Αναστασιάδης ως
εισαγωγές σε τραγούδια των Reflection,
κορυφαίου ελληνικού doom-power metal
συγκροτήματος. Στον πρώτο δίσκο των Reflection
"The Fire Still Burns"προλόγισε ποιητικότατα
τα τραγούδια "Burn the Witch" και
"The Wheel of Fortune" απαγγέλοντας τα εξής

Στην άκρη του χρόνου, στο περιστύλιο του σύμπαντος
ανάβει η φωτιά που σε τυλίγει.
Εσμεράλδα, φωνή εσώτερη,
βλέμμα γερακιού που κοιτά μακριά,
εσύ είδες τις αλχημείες
της θεϊκής προσαρμογής στα ανθρώπινα.

Κτήμα εωσφορικό στο σκοτεινό
έρεβος που σε κυκλώνει.

Ο χλευασμός του πλήθους γίνεται ιαχή θριάμβου.
Ρωμύλντα, Έσθερ, Λίλιθ, Μπέρτα,
αδελφές του σκοταδιού,

κεριά σε μανουάλι που η άγνοια ανάβει.
Κακία στο μίσος, καλοσύνη στην άρνηση,
αδελφές σε χορό που αιώνια παραδέρνει στο χάος.



προσέγγιση της μάγισσας μέσα στους αιώνες,
ανάγνωση της εξοστρακισμένης
και μυστηριακής της παρουσίας.
"κεριά σε μανουάλι που η άγνοια ανάβει"

και (για το "The Wheel of Fortune")

Τα χυμένα μάτια του Οιδίποδα,
η απελπισία της Κασσάνδρας

και το πελέκι της Κλυταιμνήστρας
στο κομμένο κεφάλι του Αγαμέμνονα.

Οι λαοί σε απόγνωση, οι πεινώντες
και διψασμένοι λαοί.

Οι νεκροί των εκεχειριών
στα μέτωπα της αδηφαγίας των λίγων.

Η άγνοιά μας για το αύριο.
Ο ήλιος που αρνείται να βγει,
τα άστρα που ξεπαγώνουν τον Αύγουστο.

Η Λάχεσις που σε πετά στο άπειρο,
η Κλωθώ που σε τυφλώνει
στην πορεία
και η Άτροπος με το σπαθί και την φωτιά του τέλους.

Οι Μοίρες που σε αγνοούν,
οι Μοίρες που σε σκοτώνουν,

τα μάγια του Απόλλωνα,
το ατέλειωτο μαρτύριο του Προμηθέα του Τιτάνα.


Ποιητική ψηλάφιση της δραματικής αβεβαιότητας
που μας περιγυρίζει, της θνησιγένειας
του ανθρώπινου μεγαλείου και της αναποδράστου
μας εξάρτησης από απολυτότερες δυνάμεις.


Θα ήθελα πολύ να έβρισκα και άλλες δημιουργίες
του κ. Γρηγόρη Αναστασιάδη, ποιητικές ή θεατρικές.
Ο Παὐλος με είχε πει πως τον είχε ακούσει
σε κρατικό κανάλι κάποτε να απαγγέλει.

Ευχαριστώ τους Reflection για τις άψογες δισκάρες
τους και ειδικότερα τον κιθαρίστα τους Στάθη
Παυλάντη για τα στοιχεία που με έδωσε για
τον καθηγητή.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

xerxis night club



Ηρόδοτος Ζ24

«Όπως εγώ συμπεραίνω, ο Ξέρξης διέταξε την εκσκαφή αυτή από μεγαλοφροσύνη, θέλοντας να δείξη τη δύναμή του και να αφήσει κάτι για να τον θυμούνται…»

:) τον θυμούνται! Xerxis night club

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

ο ψευτοαρχιτέκτονας



"αρχιτέκτονας? εμείς νομίζαμε..."





"κυρίως αυτόν τον ψευτοαρχιτέκτονα, ΜΠΑΜ"


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, τεύχος 463

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Μια μέρα ήρθε στο χωριό…

Διαβάζοντας την Ιστορία του Λέοντα Διακόνου, όπου
καταγράφονται κυρίως οι πολεμικές επιχειρήσεις των
Στρατιωτών–Αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά και
Ιωάννη Τσιμισκή, συνάντησα ένα «περίεργο» κάπως
σημείο όπου, όπως και σε άλλα χωρία, ο Λέοντας
αναφέρεται σε μικρο-ιστορικά της εποχής.

Το χωρίο είναι στη γ’ παράγραφο του Δεκάτου (Ι’)
Βιβλίου και το παραθέτω παρακάτω σε μετάφραση
Βρασίδα Καραλή, εκτός από κανα δυο σημεία όπου
προτιμώ το πρωτότυπο.

«Κατά τον καιρό αυτό μάλιστα παρουσιάζονταν
σε πολλά μέρη της ρωμαϊκής επικράτειας,
καταγόμενοι από την χώρα των Καππαδόκων,
και δυο δίδυμοι άνδρες, τους οποίους και εγώ που
γράφω όλα αυτά είδα πολλές φορές στην Ασία,
άνδρες που παρουσίαζαν ένα πρωτοφανές και
παράδοξο θέαμα. Όλα τα μέλη του σώματός τους
ήταν διαπλασμένα άρτια και ολόκληρα• από την
μασχάλη ωστόσο μέχρι τα λαγόνια οι πλευρές τους
ήταν κολλημένες, έτσι ώστε ενώνονταν τα κορμιά
τους και συναρμόζονταν σε ένα σώμα.
Τα χέρια τους μάλιστα που αλληλοαγγίζονταν,
έμπλεκαν πίσω στο λαιμό τους, ενώ και στα δυο
χέρια τους κρατούσαν μαγκούρες, πάνω στις οποίες
στηρίζονταν καθώς περπατούσαν• η ηλικία τους θα
έφτανε περίπου το τριακοστό έτος.
Τα σώματά τους λοιπόν ήταν αρμονικά διαπλασμένα
και διαγράφονταν με ομορφιά και νεανικότητα.
Κατά τις μακροχρόνιες μάλιστα περιπλανήσεις τους,
καβαλλούσαν μουλάρι, καθισμένοι στο σαμάρι
σαν γυναίκες, προκαλώντας έτσι ένα ανείπωτο
αίσθημα γλυκυθυμίας και συμπάθειας
»


Ο Λέοντας περιγράφει, δηλαδή, δυο «σιαμαίους»
αδελφούς. Και μάλιστα ίσως αρχικά ενοχλεί η
παράταση της περιγραφής, ωθώντας μας να
αναφωνίσουμε εσωτερικά «εντάξει, το καταλάβαμε,
πρόκειται για σιαμαίους, οκ!» καμουφλαρίζοντας
την αποστροφή μας ή έχοντας περισσότερη αγωνία
για τη συνέχιση της ιστορικής εξέλιξης σε άλλα
μέτωπα. Το σημείο όμως που προσελκύει την προσοχή
είναι η κατάληξη της περιγραφής, το ότι προκαλούσαν
στον κόσμο που τους συναντούσε
«ένα ανείπωτο αίσθημα γλυκυθυμίας και συμπάθειας».
Αρχικά ίσως πάει το μυαλό μας στο ότι προκαλούσε
στους υπόλοιπους ανθρώπους η θέασή των πασχόντων
«γλυκυθυμία» διότι θύμιζε την καλύτερη κατάσταση
των ιδίων, κι έτσι λειτουργούσε σαν μια εσωτερική
απάντηση στις λογής λογής ανασφάλειες που
κουβαλούσανε. Επιπλέον, ως «συμπάθεια», ίσως πούμε
ότι ο ιστορικός, πιο φανερά, εννοεί τον οίκτο και την
λύπηση, αλλά, ως Διάκονος που ήταν, το λέει πιο,
και καλά,χριστιανικά. Αυτή η τελευταία φράση, μαζί
με τον προβληματισμό που προκάλεσε, ξεκλείδωσε σε
μένα μια άλλη ανάγνωση του χωρίου. Μια υπόνοια
ότι πρόκειται, για μια τελείως διαφορετική θέαση
αυτής της παθολογίας. Μια διαφορά στάσης ανάμεσα
στη μεσαιωνική ρωμέηκη (βυζαντινή) κοινωνία και
τη σημερινή.

Γιατί, εκτός του ότι σήμερα στη θέαση ενός τέτοιου
παραμορφωμένου ανθρώπου, οι περισσότεροι από εμάς
αποστρέφουμε το βλέμμα [μήπως μην μολύνει τη
φαντασία μας ή για να μην «μελαγχολήσουμε»],
αν όντως στραφούμε να κοιτάξουμε, κοιτάμε με
περιέργεια και κενό βλέμμα. Ή, μήπως πάλι, σήμερα
να οφείλουν να μένουν κλειδωμένοι αυτοί οι άνθρωποι
σπίτια τους και να μη τους αφήνουν οι δικοί τους
να εκτίθονται;

Αλλά, μετά από αυτή τη διαπίστωση διαφοράς θέασης
που ίσως έχουμε σήμερα από τον 10ο αι. μ.Χ οπότε
έγραφε ο Λέοντας, μπορούμε να προσέξουμε
περισσότερο κάποια στοιχεία της περιγραφής του.
Καταρχήν ο Διάκονος γράφει για την πατρίδα των
αδελφών: «καταγόμενοι από την χώρα των
Καππαδόκων».Τι να προσθέτει αυτό άραγε;
Ή μήπως ενισχύει την υποψία ότι η ματιά του δεν
στέκει στον οίκτο και τη χαρά που νιώθει ο ίδιος
διαπιστώνοντας ότι«είναι εν τέλει μια χαρά-
γιατί να μη νιώθει ευχαριστημένος με τη ζωή του»;
Σήμερα ποιός θα νοιαστεί από πιο μέρος είναι
ο σακάτης/πάσχων; Δεν είναι ότι αν κανείς μάθαινε
το μέρος της καταγωγής του θα βοηθούσε πρακτικά
την κατάσταση. Αυτό το ενδιαφέρον, όμως, δείχνει
μια διάθεση εισχώρησης στον πόνο του άλλου, ένα
αληθινό πλησίασμα του δράματός του.
Ίδιας προσέγγισης ενδιαφέρον είναι και η ερώτηση
-αναφορά στην ηλικία «η ηλικία τους θα έφτανε
περίπου το τριακοστό έτος» - συνήθως σήμερα
καταβεβλημένοι από τη δραματικότητα της
παθολογίας δεν μπορούμε να την υπερβούμε και
να αντικρύσουμε τον οικτιρούμενο ως άνθρωπο που
κάποτε γεννήθηκε, μεγάλωσε και μεγαλώνει-
μένουμε στο τραγικό παρόν του. Πόσο μάλλον να
προσέξουμε τα υπόλοιπα υγιή μέλη του σώματός του
όπως ο Λέοντας: «Τα σώματά τους λοιπόν ήταν
αρμονικά διαπλασμένα και διαγράφονταν με ομορφιά
και νεανικότητα». Σήμερα το να καμαρώσεις
«ομορφιά και νεανικότητα» μάλλον παραπέμπει σε
ομοφυλοφιλικές διαθέσεις. Ειρωνικότατο αυτό.
Σήμερα ειδικά, που τα ανδροπρεπή ιδανικά και η
παλληκαριά είναι πολύ «εκτός κλίματος». Άρα και
αυτή η παρατήρηση του συγγραφέα έχει άλλο κίνητρο.

Ξαναδιαβάζοντας, δηλαδή, το χωρίο και
αντιπαραβάλλοντας αντιδράσεις και βλέμματα
σημερινά και «βυζαντινά» βλέπουμε πως η περιγραφή
για τους σιαμαίους αδελφούς μας παραδίνει την
ευαίσθητη ματιά και την προσέγγιση των μεσαιωνικών
Ελλήνων στον πόνο. Η αναφορά στις δυο μαγκούρες
που κρατούσαν για να στηριχθούν: «και στα δυο χέρια
τους κρατούσαν μαγκούρες, πάνω στις οποίες
στηρίζοντανκαθώς περπατούσαν» φανερώνει την
ποιητική μετάπλαση της ανθρώπινης αδυναμίας
–η ισορρόπηση και των δύο μόνο θα εξασφαλίσει την
ισορροπία του καθενός.Ακόμα, βλέπουμε πόσο
ανθρώπινα και ποιητικά αναγίγνωσκαν το κουβάλημα
του κοινού πόνου, το να κουβαλά ο ένας τον άλλο και
να κουβαλιούνται όπως μπορούν, κι όσο μπορούν να
προχωρούν («Κατά τις μακροχρόνιες μάλιστα
περιπλανήσεις τους,καβαλλούσαν μουλάρι, καθισμένοι
στο σαμάρι σαν γυναίκες»). Καταλαβαίνουμε πως οι
«βυζαντινοί»είχανε τη δυνατότητα να υπερβαίνουνε
τα όρια και τις αποστάσεις της δυστυχίας.

Το ότι οι αδελφοί «παρουσιάζονταν σε πολλά μέρη της
ρωμαϊκής επικράτειας»και «εγώ που γράφω όλα αυτά
τους είδα πολλές φορές στην Ασία», «προκαλώντας ένα
ανείπωτο αίσθημα γλυκυθυμίας και συμπάθειας»
σημαίνει ότι το βλέμμα του Λέοντα το συμμεριζόταν
και μεγάλο μέρος της ρωμέηκης κοινωνίας και πως δεν
είναι μια προσωπική μόνο ευαισθησία, καθώς φαίνεται
πως οι αδελφοί δεν προκαλούσαν απλά τον ανώνυμο
οίκτο όπως σήμερα σε εμάς οι μαυριδεροί σακάτηδες
στα πανηγύρια των χωριών, ούτε, σαν βδελύγματα,
κάπου μένανε κλειδωμένοι-αποκλεισμένοι από την
κοινωνία. Νιώθουμε, οπότε, μια μεγαλύτερη
συναισθηματική συνοχή της μεσαιωνικής κοινωνίας.

Πολύ ταιριαστό με φάνηκε με όλο αυτό το σκεπτικό το
τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη «Καθρέφτης» από
το δίσκο «Ο Δρόμος, ο χρόνος και ο πόνος»:

Μια μέρα ήρθε στο χωριό γυναίκα ταραντούλα
κι όλοι τρέξαν να τη δουν.
άλλος της πέταξε ψωμί
κι άλλοι της ρίξαν πέτρα
απ' την ασχήμια να σωθούν.

Κι ένα παιδί της χάρισε ένα κόκκινο λουλούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί της ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί

Κι είπε ποτέ σου μην τους πεις
τι άσχημοι που μοιάζουν,
αυτοί που σε σιχαίνονται
μα στέκουν και κοιτάζουν.

Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλον μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν' κομμάτια.

….

Οι στίχοι «Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς τον άλλον μες
τα μάτια,γιατί καθρέφτης γίνεσαι κι όλοι σε σπαν'
κομμάτια»δίνουν μια άλλη διάσταση στο σκεπτικό
που ξεκίνησε με την αφορμή αυτού του κομματιού
από την ιστορία του Λέοντα Διακόνου-τη δηλωτική
για εμάς και τον πολιτισμό μας σημασία του ανώνυμου
οίκτου και της αποστροφής ή του κενού βλέμματος
(«αυτοί που σε σιχαίνονται μα στέκουν και κοιτάζουν»)
.Έναν πολιτισμό που βασίστηκε σε έναν «Διαφωτισμό»
που δε φαίνεται να διαφώτισε πολύ
τις καρδιές των ανθρώπων.

«I’ve opened my mind and darkened my entire life»
(Anathema-«Alternative 4»)

ξεχασμένα

.
το ξέχασα ξέφυγε από το τώρα τάχα
επειδή δεν απορρίφθηκε είναι εκεί όχι αυτή φαίνεται η άρνησή του να είναι,
η παραμονή σ'αυτό το λαγκάδι των πιθανών

(σαν γλυκά καμιάς θειάς απ'το χωριό που ντάγκιασαν αφημένα και θέλουν πέταμα)

.

καβαφικό ποίημα για τον πόλεμο του 1342–1347


Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει


Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.

ερημιά της πόλης



ενδοαστική αθλιότητα





περιαστική αθλιότητα

τοπικά νέα


Σε τοπική εφημερίδα διάβασα ότι το ρολόι της πλατείας πήρε κλίση

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

περιπολώντας



περιπολώ σκαρφαλώνει